Шипеть στα ελληνικά
Μετάφραση: шипеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτύω, σφυρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, φτύνω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волчица στα ελληνικά - She Wolf
- выручка στα ελληνικά - βοήθεια, επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοηθώ, απολαβή, διασώζω, ...
- голландский στα ελληνικά - Ολλανδός, ολλανδική, Ολλανδικά, ολλανδικές, ολλανδικό
- детектирование στα ελληνικά - ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Шипеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτύω, σφυρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, φτύνω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Μεταφράσεις: πτύω, σφυρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, φτύνω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος