Τσιτσιρίζω στα ρωσικά

Μετάφραση: τσιτσιρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шипение, обжигать, испепелять, шипеть, чирикать, Tweet, твит, чириканье, чириканья
Τσιτσιρίζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιτσιρίζω

τσιτσιρίζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, τσιτσιρίζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τσιπ στα ρωσικά - осколок, фишка, щепать, подсечка, щепка, стружка, заноза, ...
  • τσιράκι στα ρωσικά - соавтор, сотрудник, миньон, фаворит, баловень, миньона, любимец
  • τσιτώνω στα ρωσικά - хай, острие, настораживаться, укол, накалываться, вколоть, прокол, ...
  • τσιφλικάς στα ρωσικά - оруженосец, сквайр, помещик, барин, Squire, оруженосцем
Τυχαίες λέξεις
Τσιτσιρίζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: шипение, обжигать, испепелять, шипеть, чирикать, Tweet, твит, чириканье, чириканья