Τσιγαρίζω στα ρωσικά

Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шипеть, обжигать, испепелять, шипение, соте, Saute, Поджарить, Saute в
Τσιγαρίζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, τσιγαρίζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τσεκούρι στα ρωσικά - ледоруб, отсечение, топор, колун, секира, казнь, AX, ...
  • τσιγάρο στα ρωσικά - папироса, сигарета, вязанка, изнурение, цигарка, сигареты, сигарет, ...
  • τσιγκλώ στα ρωσικά - толкать, лодырь, сунуться, совать, выскакивать, пихать, разузнавать, ...
  • τσιγκουνεύομαι στα ρωσικά - предел, ущемление, граница, ограничение, экономить, скупиться, урезывать, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: шипеть, обжигать, испепелять, шипение, соте, Saute, Поджарить, Saute в