Школить στα ελληνικά

Μετάφραση: школить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρένο, εκπαιδεύω, σχολείο, πειθαρχία, αμαξοστοιχία, πειθαρχώ, shkolit
Школить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возрожденный στα ελληνικά - ανανεώνεται, ανανεωθεί, ανανεώθηκε, ανανεωμένη, ανανεωμένο
  • декорированный στα ελληνικά - διακόσμηση, διακοσμημένα, διακοσμημένο, διακοσμημένη, είναι διακοσμημένα
  • дикция στα ελληνικά - διάρθρωση, απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
  • жаждет στα ελληνικά - επιμήκη προϊόντα, λαχταρά, επιμήκη, λονγκ, longs
Τυχαίες λέξεις
Школить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρένο, εκπαιδεύω, σχολείο, πειθαρχία, αμαξοστοιχία, πειθαρχώ, shkolit