Шлифование στα ελληνικά
Μετάφραση: шлифование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή, στίλβωμα, στίλβωση, στίλβωσης, γυάλισμα, λείανση
Μεταφράσεις
- апология στα ελληνικά - απολογία, εκθειασμό, εκθειασμός, απολογίας, δικαιόλογηση
- бисерина στα ελληνικά - χάντρα, σφαιρίδιο, σφαιριδίων, σφαιριδίου, σφαιρίδια
- бушующий στα ελληνικά - απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πολυτάραχος, θυελλώδης, θορυβωδώς, βίαιος, ...
- герольд στα ελληνικά - κήρυκας, κήρηξ, κηρύσσω, αγγέλλω, Herald, κήρυκα
Τυχαίες λέξεις
Шлифование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή, στίλβωμα, στίλβωση, στίλβωσης, γυάλισμα, λείανση
Μεταφράσεις: απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή, στίλβωμα, στίλβωση, στίλβωσης, γυάλισμα, λείανση