Шнурок στα ελληνικά
Μετάφραση: шнурок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρελιάζω, πλέκω, κορδόνι, κοτσίδα, χορδή, δαντέλα, δαντέλες, δαντέλας, lace
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втираться στα ελληνικά - χώνομαι, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το
- вывихнутый στα ελληνικά - εξαρθρωμένο, εξαρθρώσει, εξάρθρωσε, εξάρθρωσε τον, εξαρθρωμένα
- грозиться στα ελληνικά - απειλώ, λεονταρισμός, μεγαλαυχώ, μανία, πολυβοϊα, δεχτήκαμε επιθέσεις, την πολυβοϊα
- душ στα ελληνικά - ντους, επιδαψιλεύω, ντουζιέρα, μπανιέρα, ντουζ, ντουζιέρας
Τυχαίες λέξεις
Шнурок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρελιάζω, πλέκω, κορδόνι, κοτσίδα, χορδή, δαντέλα, δαντέλες, δαντέλας, lace
Μεταφράσεις: ρελιάζω, πλέκω, κορδόνι, κοτσίδα, χορδή, δαντέλα, δαντέλες, δαντέλας, lace