Штатский στα ελληνικά
Μετάφραση: штатский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бирманский στα ελληνικά - Βιρμανίας, της Βιρμανίας, βιρμανικές, βιρμανικό, βιρμανική
- град στα ελληνικά - πτήση, χιονοστιβάδα, χείμαρρος, βροχή, φυγή, τρικυμία, χαλάζι, ...
- делопроизводство στα ελληνικά - λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία
- доплыть στα ελληνικά - κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Τυχαίες λέξεις
Штатский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
Μεταφράσεις: πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής