Штемпель στα ελληνικά

Μετάφραση: штемпель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημειώνω, αποθνήσκω, χαρτόσημα, βαθμός, σημαίνω, εντυπωσιάζω, πεθάνω, γραμματόσημο, γρονθοκοπώ, τεζάρω, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
Штемпель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бархатный στα ελληνικά - βελούδο, βελούδινο, βελούδινη, βελούδινα, βελούδινες
  • горн στα ελληνικά - κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
  • двойка στα ελληνικά - διπλός, καημένος, φτωχός, σωσίας, πενιχρός, διπλασιάζω, δυο, ...
  • едва στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Штемпель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημειώνω, αποθνήσκω, χαρτόσημα, βαθμός, σημαίνω, εντυπωσιάζω, πεθάνω, γραμματόσημο, γρονθοκοπώ, τεζάρω, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα