Штриховать στα ελληνικά

Μετάφραση: штриховать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκολάπτομαι, άνοιγμα, επωάζω, σκιά, μπουκαπόρτα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Штриховать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буйвол στα ελληνικά - ταύρος, βούλα, βουβάλι, βουβάλου, βουβάλια, βουβάλων, βουβαλιών
  • выучить στα ελληνικά - αφέντης, σπουδάζω, έρευνα, κύριος, εποπτεύω, εξερευνώ, μελέτη, ...
  • грохаться στα ελληνικά - πάταγος, κραχ, πέφτω, προσκρούω, κτύπημα, Έκρηξη, κτυπήσει, ...
  • деканство στα ελληνικά - πρυτανεία, Κοσμητεία, deanery, Πρυτανείας, Κοσμητείας
Τυχαίες λέξεις
Штриховать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, άνοιγμα, επωάζω, σκιά, μπουκαπόρτα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται