Шутливость στα ελληνικά
Μετάφραση: шутливость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτράπελος, αστείος, αστείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
- бразильский στα ελληνικά - βραζιλιανός, Βραζιλίας, της Βραζιλίας, βραζιλιάνικη, Βραζιλιάνος
- гидрология στα ελληνικά - υδρολογία, υδρολογίας, την υδρολογία, της υδρολογίας, υδρολογικά
- гулящий στα ελληνικά - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
Τυχαίες λέξεις
Шутливость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτράπελος, αστείος, αστείο
Μεταφράσεις: ευτράπελος, αστείος, αστείο