Экономика στα ελληνικά
Μετάφραση: экономика, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматический στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- гастролер στα ελληνικά - καλλιτέχνης, barnstormer
- гранулированный στα ελληνικά - κοκκώδης, κοκκώδη, κοκκώδες, κοκκώδους, κόκκους
- дурашливый στα ελληνικά - παιχνιδιάρικος, χαζός, εύθυμος, κουτός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ...
Τυχαίες λέξεις
Экономика στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας