Экспериментальный στα ελληνικά

Μετάφραση: экспериментальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκιμαστικός, δειλός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Экспериментальный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • береговой στα ελληνικά - παραλιακός, παράκτιος, παραθαλάσσιος, ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, ...
  • виола στα ελληνικά - βιόλα, Viola, βιόλας, του Viola
  • двоевластие στα ελληνικά - διαρχία
  • доверяться στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Τυχαίες λέξεις
Экспериментальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκιμαστικός, δειλός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό