Δοκιμαστικός στα ρωσικά

Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пробный, подопытный, экспериментальный, суд, испытание, исследование, процесс
Δοκιμαστικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, δοκιμαστικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμάζω στα ρωσικά - пример, перепробовать, попытать, проба, пробовать, испытывать, испытание, ...
  • δοκιμασία στα ρωσικά - злоключение, искус, мытарство, проба, разбирательство, искушение, испытательный, ...
  • δοκός στα ρωσικά - бревно, брус, навой, луч, бум, штанга, балансир, ...
  • δολάριο στα ρωσικά - доллар, богатство, деньги, крона, доллара, долларов, доллару, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пробный, подопытный, экспериментальный, суд, испытание, исследование, процесс