Эксплуатационный στα ελληνικά
Μετάφραση: эксплуатационный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благочестивый στα ελληνικά - ευσεβής, πιστός, ευσεβείς, ευσεβή, ευσεβών, ευσεβούς
- вырезывание στα ελληνικά - κοπής, κοπή, τεμαχισμού, κοπτική, κόψιμο
- вязанка στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, ...
- днепр στα ελληνικά - πάνα, Δνείπερου, Δνείπερο, του Δνείπερου, Δνείπερος
Τυχαίες λέξεις
Эксплуатационный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
Μεταφράσεις: λειτουργικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές