Эксплуатация στα ελληνικά
Μετάφραση: эксплуатация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχείρηση, εξυπηρέτηση, συντήρηση, ρουσφέτι, σέρβις, λειτουργία, υπηρεσία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белила στα ελληνικά - λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- боковой στα ελληνικά - πλάγιος, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
- водитель-лихач στα ελληνικά - καυτή μέρα, καύσωνα, scorcher, καίων, μέγας καύσων
- дог στα ελληνικά - μαντρόσκυλο, Mastiff, μαστήφ, το μαντρόσκυλο, μαστίφ
Τυχαίες λέξεις
Эксплуатация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχείρηση, εξυπηρέτηση, συντήρηση, ρουσφέτι, σέρβις, λειτουργία, υπηρεσία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Μεταφράσεις: εγχείρηση, εξυπηρέτηση, συντήρηση, ρουσφέτι, σέρβις, λειτουργία, υπηρεσία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη