Электротехник στα ελληνικά

Μετάφραση: электротехник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Электротехник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балл στα ελληνικά - σημειώνω, σημαίνω, αριθμός, βαθμός, σημείο, σημείου, στοιχείο, ...
  • беспрерывный στα ελληνικά - συνεχής, διαρκής, αιώνιος, αδιάκοπος, παντοτινός, ενδελεχής, συνεχή, ...
  • десятина στα ελληνικά - δέκατο, δεκάτη, δεκάτης, φόρο της δεκάτης, τη δεκάτη
  • дранка στα ελληνικά - βότσαλο, έρπης, έρπητα ζωστήρα, βότσαλα, shingles, ζωστήρα
Τυχαίες λέξεις
Электротехник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να