Λέξη: τρύγος

Σχετικές λέξεις: τρύγος

τρύγος wikipedia, τρύγος στο νηπιαγωγείο, τρύγος σταφυλιών 2013, τρύγος σταφυλιών, τρύγος ζωγραφιές, τρύγος βικιπαίδεια, τρύγος σταφυλιών στο νηπιαγωγείο, τρύγοσ 2012, τρύγος σταφυλιών νηπιαγωγείο, τρύγος μελιού

Μεταφράσεις: τρύγος

τρύγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harvest, vine harvest, harvesting, vintage, harvesting in

τρύγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recoger, cosechar, cosecha, recolectar, siega, recolección, cosecha de, la cosecha, de cosecha

τρύγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernten, ernteertrag, herbst, ernte, Weinernte, Reben, Rebe, Weinstock

τρύγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réunir, recueillir, moissonner, récoltons, récolter, rassembler, récolte, récoltent, récoltez, la récolte, moisson, récoltes, vendanges

τρύγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raccolta, mietitura, raccolto, raccogliere, messe, vendemmia

τρύγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
áspero, colheitas, ceifar, colheita, safra, colheita de, da colheita, de colheita

τρύγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oogsten, gewas, oogst, opbrengst, wijnstok, wijnstokken, vine, wijnstokrassen, wijn stok

τρύγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
натура, природа, характер, жатва, сбор, уборка, страда, жать, хлебоуборка, урожай, жнивье, Виноградная лоза, лоза, винограда, виноград, лозы

τρύγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grøde, avling, høste, høst, vintreet, vine, vintre, vinranke, vintreets

τρύγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gröda, skörda, skörd, vinstockar, vine, vinstock, vinen, vinstocken

τρύγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiho, korjata sato, viljankorjuu, elonkorjuu, sadonkorjuu, korjata, sato, viiniköynnöksen, viiniköynnöslajikkeiden, vine, viiniköynnösten, viiniköynnös

τρύγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
høst, høste, afgrøde, vin, vinstok, vinranke, druesorter, vinstokken

τρύγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žatva, žeň, nasbírat, sklízet, sklidit, úroda, žně, réva, révy, vine, révy vinné, víno

τρύγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbierać, żniwa, zbiór, urodzaj, dożynki, plon, żniwo, zbiorów, zbiory, harvest

τρύγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betakarítás, szőlő, szőlőtőke, a szőlő, bor

τρύγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hasat, ürün, asma, Vine, virane, bağ, sarmaşık

τρύγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урожай, врожай, жнива, виноградна, Виноградная, виноград, виноградний, Виноградне

τρύγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korr, korrjes, korrja, korrat, vjelja, korra

τρύγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жътва, урожай, гроздобер

τρύγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жнива, вінаградная, вінаградны, вінаграднай, лаза, вінаграднаю

τρύγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saak, lõikama, viinapuu, viinamarjade, viinamarjasordi, viinapuude, viinamarjasortide

τρύγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljetina, žetva, brati, skupljati, rod, žeti, vino, vine, loza, trs, vinova loza

τρύγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vínviður, vínviðurinn, vínviði, vínvið, Vine

τρύγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derlius, vynuogių, vynmedis, vynmedžių, vine, vynuogės

τρύγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kultūra, pļauja, raža, vīnogulāju, vine, vīnogu, vīna koks, vīnogulāja

τρύγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жетвата, лозата, винова лоза, лоза, лозови, виновата лоза

τρύγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recoltă, recoltare, Recoltă, recolta, Recoltă de, recoltei

τρύγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nabirat, žetev, pridelek, trgatev, letina, obiranje

τρύγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
réva, vinič, vinohrady, viniča

Στατιστικά δημοτικότητας: τρύγος

Τυχαίες λέξεις