Эллинг στα ελληνικά

Μετάφραση: эллинг, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Эллинг στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беглец στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγας, ανεξέλεγκτων, φυγόδικου, διάχυτων
  • ведение στα ελληνικά - εξουσία, φέρσιμο, έλεγχος, συμπεριφορά, διαγωγή, αυθεντία, εξουσιάζω, ...
  • гель στα ελληνικά - γέλη, γέλης, πηκτώματος, πηκτής, πήκτωμα
  • даровой στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χαριστικά, χαριστικών, χαριστικής αιτίας, εκ χαριστικής αιτίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Эллинг στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση