Энергичность στα ελληνικά
Μετάφραση: энергичность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταση, ζωτικότητα, μπορούσα, δύναμη, ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
Μεταφράσεις
- вяло στα ελληνικά - βραδύτητα, νωθρά, αργό ρυθμό, με καθυστέρηση, νωχελικά
- гравер στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, engraver, χαράκτριας, χαράκτρια
- дробление στα ελληνικά - συντριπτικός, μοίρα, μοιράζω, διχοτομία, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συντριβή, ...
- жупел στα ελληνικά - φάντασμα, μπαμπούλα, bogey, μπαμπούλων, μπαμπούλας
Τυχαίες λέξεις
Энергичность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταση, ζωτικότητα, μπορούσα, δύναμη, ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
Μεταφράσεις: ένταση, ζωτικότητα, μπορούσα, δύναμη, ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας