Эродировать στα ελληνικά

Μετάφραση: эродировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Эродировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восстановить στα ελληνικά - προβαίνω, αναρρώνω, αναστηλώνω, προχωρώ, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, αναβιώνω, ...
  • вёрстка στα ελληνικά - σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διαρρύθμιση, τη διάταξη
  • жеребенок στα ελληνικά - πουλάρι, πώλου, το πουλάρι, foal, πουλαριού
  • завирушка στα ελληνικά - ψάλτης, ψάλτη, πρωτοψάλτη, πρωτοψάλτης, chanter
Τυχαίες λέξεις
Эродировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται