Явно στα ελληνικά
Μετάφραση: явно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προφανώς, αρκετά, δίκαια, φανερά, φαινομενικά, εμφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- германский στα ελληνικά - Γερμανός, γερμανικός, γερμανική, Γερμανικά, γερμανικό
- гомосексуальный στα ελληνικά - φαιδρός, ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, εύθυμος, ομοφυλόφιλων, ομοφυλοφιλική, ομοφυλοφιλικές, ...
- двуокись στα ελληνικά - διοξείδιο, διοξείδιο του, το διοξείδιο του, διοξειδίου του, διοξειδίου
- женственность στα ελληνικά - γυναίκα, θηλυκότητα, θηλυκότητας, θηλυκότητά, τη θηλυκότητα, τη θηλυκότητά
Τυχαίες λέξεις
Явно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προφανώς, αρκετά, δίκαια, φανερά, φαινομενικά, εμφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Μεταφράσεις: προφανώς, αρκετά, δίκαια, φανερά, φαινομενικά, εμφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι