Яма στα ελληνικά
Μετάφραση: яма, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρύπα, κοιλότητα, ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Μεταφράσεις
- аккомодация στα ελληνικά - ρύθμιση, κατάλυμα, στέγαση, καταλύματα, διαμονή, διαμονής
- бербер στα ελληνικά - Βερβερίνων, Βερβέρων, Berber, βερβερικές, Κυκλαδίτικο
- даровитость στα ελληνικά - χαρισματικότητα, giftedness, χαρισματικός, χαρισματικότητας
- демонстратор στα ελληνικά - διαδηλωτής, επίδειξης, διαδηλωτή, σύστημα επίδειξης, συστήματος επίδειξης
Τυχαίες λέξεις
Яма στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρύπα, κοιλότητα, ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Μεταφράσεις: τρύπα, κοιλότητα, ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο