Яриться στα ελληνικά

Μετάφραση: яриться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουντώνω, οργή, μανία, λυσσομανώ, οργής, την οργή, η οργή
Яриться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взвод στα ελληνικά - σηκός, διμοιρία, διμοιρίας, απόσπασμα, αποσπάσματος, της διμοιρίας
  • выжигать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, κατεδαφίζω, καίω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, ...
  • гранатометчик στα ελληνικά - βομβιστής, ρίπτη, ρίπτης, thrower, ρίπτη του τούβλου
  • губной στα ελληνικά - χειλικός, χειλεόφωνος, labial, χειλική, χειλικά
Τυχαίες λέξεις
Яриться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουντώνω, οργή, μανία, λυσσομανώ, οργής, την οργή, η οργή