Атом στα ελληνικά
Μετάφραση: атом, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астрофизика στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, της αστροφυσικής, την Αστροφυσική, Astrophysics
- атеизам στα ελληνικά - αθεϊσμός, αθεϊσμό, αθεϊσμού, αθεΐα, τον αθεϊσμό
- ајкулата στα ελληνικά - καρχαρίας, καρχαρία, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
- бабата στα ελληνικά - βαβά, γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
Τυχαίες λέξεις
Атом στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Μεταφράσεις: άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων