Άτομο στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атом, лице, лицето, личност, човек, личноста
Άτομο στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτομο

άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άτομο στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • άτιμος στα σλαβομακεδονικά - knavish
  • άτολμος στα σλαβομακεδονικά - стеснителен
  • άτονος στα σλαβομακεδονικά - апатичен
  • άτρακτος στα σλαβομακεδονικά - вретено, вретеното, на вретеното, осовински, вретена
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: атом, лице, лицето, личност, човек, личноста