Девојката στα ελληνικά
Μετάφραση: девојката, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορίτσι, δεσποινίς, χάνω, αστοχώ, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дајре στα ελληνικά - ντέφι, tambourine, ταμπουρίνο, το ντέφι, ντεφιού
- девицата στα ελληνικά - παρθένος, παρθένα, παρθένο, παρθένου, παρθένων, παρθένες
- дедото στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
- демократија στα ελληνικά - δημοκρατία, Δημοκρατίας, τη Δημοκρατία, της δημοκρατίας, Η δημοκρατία
Τυχαίες λέξεις
Девојката στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορίτσι, δεσποινίς, χάνω, αστοχώ, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
Μεταφράσεις: κορίτσι, δεσποινίς, χάνω, αστοχώ, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που