Bonbón στα ελληνικά

Μετάφραση: bonbón, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυκός, καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Bonbón στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bomba στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
  • bon στα ελληνικά - δεσμός, συνδέω, συγκολλώ, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
  • bonita στα ελληνικά - τιμή, εκτιμώ, αξία, Bonita, Μπονίτα
  • bonmot στα ελληνικά - ευφυολόγημα, ευφυολογία
Τυχαίες λέξεις
Bonbón στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυκός, καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες