Dláto στα ελληνικά

Μετάφραση: dláto, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμίλη, καλέμι, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Dláto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dlho στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • dlhý στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • dlážka στα ελληνικά - πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
  • dlžení στα ελληνικά - τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
Τυχαίες λέξεις
Dláto στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμίλη, καλέμι, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο