Myslieť στα ελληνικά
Μετάφραση: myslieť, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκέπτομαι, νομίζω, σκέφτομαι, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Μεταφράσεις
- myslel στα ελληνικά - νόμιζα, σκεφτόμουν, σκέψη, θεωρούν, πιστεύεται, σκεφτεί, σκέφτηκε
- myslený στα ελληνικά - σήμαινε, εννοείται, σημαίνει, νοείται, προορίζεται
- mystický στα ελληνικά - μυστηριώδης, μυστικός, μυστικιστική, μυστική, μυστικιστικές
- mystik στα ελληνικά - μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή
Τυχαίες λέξεις
Myslieť στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκέπτομαι, νομίζω, σκέφτομαι, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Μεταφράσεις: σκέπτομαι, νομίζω, σκέφτομαι, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν