Pracovitý στα ελληνικά

Μετάφραση: pracovitý, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Pracovitý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prachovka στα ελληνικά - κουρέλι, ξεσκονόπανο, duster, θειωτήρας, θειωτήρα, ξεσκονίσματος
  • pracovať στα ελληνικά - εργασία, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες
  • pracovnice στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
  • pracovní στα ελληνικά - επαγγελματικός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Τυχαίες λέξεις
Pracovitý στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς