Sluchový στα ελληνικά

Μετάφραση: sluchový, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού
Sluchový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slovo στα ελληνικά - λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
  • sluch στα ελληνικά - ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
  • sluha στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
  • sluka στα ελληνικά - ζεύξη, πλέγμα, δίχτυ, μπεκάτσα, μπεκάτσας, την μπεκάτσα, της μπεκάτσας, ...
Τυχαίες λέξεις
Sluchový στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού