Urážlivý στα ελληνικά
Μετάφραση: urážlivý, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκανδαλώδης, επίθεση, συνέπεια, εξωφρενικός, προσβλητικός, υβριστικός, δυσφημιστικός, καταχρηστικός, δηκτικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- urna στα ελληνικά - λάρνακα, δοχείο, υδρία, urn, τεφροδόχο
- urážka στα ελληνικά - αδίκημα, προπηλακίζω, οργή, παράβαση, προσβολή, δυσφημώ, προσβολής, ...
- určení στα ελληνικά - ρήτρα, όρος, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- určitý στα ελληνικά - σαφής, ρητός, σίγουρος, οριστικός, βέβαιος, κατηγορηματικός, συγκεκριμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Urážlivý στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκανδαλώδης, επίθεση, συνέπεια, εξωφρενικός, προσβλητικός, υβριστικός, δυσφημιστικός, καταχρηστικός, δηκτικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Μεταφράσεις: σκανδαλώδης, επίθεση, συνέπεια, εξωφρενικός, προσβλητικός, υβριστικός, δυσφημιστικός, καταχρηστικός, δηκτικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική