Usilovať στα ελληνικά

Μετάφραση: usilovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνίζομαι, αγώνας, φιλοδοξώ, Aspire, φιλοδοξούν, επιδιώκουμε, προσβλέπουν
Usilovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • uschovať στα ελληνικά - κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
  • useknutý στα ελληνικά - κοντόχοντρος, stubby, και χοντρού, κοτσανάτος, κοντοκομμένος
  • usilovný στα ελληνικά - φιλόπονος, κοπιαστικός, έντονος, επίπονος, εντατικός, επιτακτικός, επιμελής, ...
  • uslzený στα ελληνικά - δακρυσμένος, δακρυσμένα, δακρυσμένο, γεμάτη δάκρυα, δακρυσμένη
Τυχαίες λέξεις
Usilovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνίζομαι, αγώνας, φιλοδοξώ, Aspire, φιλοδοξούν, επιδιώκουμε, προσβλέπουν