Del στα ελληνικά
Μετάφραση: del, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερίδιο, τμήμα, χωρίζω, τομή, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Μεταφράσεις
- dekret στα ελληνικά - διάγγελμα, διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, το διάταγμα, απόφαση, ...
- dekáda στα ελληνικά - δεκαετία, Δεκαετίας, Δεκαετίας για, δεκαετία για
- delati στα ελληνικά - εργάζομαι, εργασία, δουλεύω, δουλειά, να εργάζονται, να λειτουργήσει, να εργαστούν, ...
- delavec στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Τυχαίες λέξεις
Del στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερίδιο, τμήμα, χωρίζω, τομή, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Μεταφράσεις: μερίδιο, τμήμα, χωρίζω, τομή, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει