Intenzivní στα ελληνικά

Μετάφραση: intenzivní, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, επιτακτικός, ενδιαφερόμενος, εντατικός, έντονος, γλαφυρός, ζωντανός, Εντατική, Εντατικής, Εντατικό, Εντατικά
Intenzivní στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inteligence στα ελληνικά - διανοούμενοι, νοημοσύνη, πληροφοριών, νοημοσύνης, ευφυΐα, τη Νοημοσύνη
  • inteligentní στα ελληνικά - καπάτσος, τετραπέρατος, έξυπνος, πανέξυπνος, νοήμων, Ευφυής, Intelligent, ...
  • intenzívní στα ελληνικά - επιτακτικός, εντατικός, Εντατική, Εντατικής, Εντατικό, Εντατικά
  • internista στα ελληνικά - Internista
Τυχαίες λέξεις
Intenzivní στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, επιτακτικός, ενδιαφερόμενος, εντατικός, έντονος, γλαφυρός, ζωντανός, Εντατική, Εντατικής, Εντατικό, Εντατικά