Οξυδερκής στα σλοβενικά

Μετάφραση: οξυδερκής, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intenzivní, akutní, dojemljivi, perceptivni, dojemljiva, dojemljivega, perceptivne
Οξυδερκής στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξυδερκής

οξυδερκής συνώνυμο, οξυδερκης συνώνυμο, οξυδερκής ετυμολογία, οξυδερκής σημασια, οξυδερκής ορισμος, οξυδερκής λεξικό γλώσσας σλοβενικά, οξυδερκής στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • οξυγόνωση στα σλοβενικά - oksigenacija, oksigenacijo, kisikom, oksigenacije, dovajanje kisika
  • οξυδέρκεια στα σλοβενικά - ostrost, jasnost, vpogled, insight, uvid, vpogleda
  • οξύ στα σλοβενικά - kislina, kisline, acid, kislino
  • οξύθυμος στα σλοβενικά - iritiranost, razdražljiv, iritiranost in
Τυχαίες λέξεις
Οξυδερκής στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: intenzivní, akutní, dojemljivi, perceptivni, dojemljiva, dojemljivega, perceptivne