Križišče στα ελληνικά

Μετάφραση: križišče, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβαση, διατομή, σταυροδρόμι, διασταύρωση, τομής, τομή
Križišče στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • križ στα ελληνικά - σταυρός, γέμισμα, διασχίζω, Σταυρός, Σταυρού, Cross, Σταυρό, ...
  • križem στα ελληνικά - απέναντι, Σταυρός, Σταυρού, Cross, Σταυρό, σέντρα
  • križni στα ελληνικά - Phillips, phillips να, Φίλιπς, σταυροκατσάβιδο, τα phillips
  • krmit στα ελληνικά - ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, Fed, τρέφονται, της Fed, τροφοδοτούνται
Τυχαίες λέξεις
Križišče στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβαση, διατομή, σταυροδρόμι, διασταύρωση, τομής, τομή