Len στα ελληνικά
Μετάφραση: len, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωχελής, λινό, τεμπέλης, λινάρι, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
Μεταφράσεις
- lem στα ελληνικά - μεθόριος, σύνορο, ρέλι, ούγια, LEM, βλημα, Η LEM, ...
- lemova στα ελληνικά - πλαγιά, πλευρό
Τυχαίες λέξεις
Len στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωχελής, λινό, τεμπέλης, λινάρι, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
Μεταφράσεις: νωχελής, λινό, τεμπέλης, λινάρι, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο