Možno στα ελληνικά
Μετάφραση: možno, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανός, εφικτός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mož στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ...
- možen στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
- možnost στα ελληνικά - προοπτική, ευχέρεια, ευκολία, πόροι, πιθανότητα, εξουσία, τύχη, ...
- možná στα ελληνικά - μπορεί, ίσως, POSSIBLE
Τυχαίες λέξεις
Možno στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανός, εφικτός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Μεταφράσεις: πιθανός, εφικτός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν