Pripustit στα ελληνικά

Μετάφραση: pripustit, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, αφήνω, να, για, σε, με, για να
Pripustit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pripisovat στα ελληνικά - αποδίδω, επιρρίπτω, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
  • pripraviti στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
  • prispeti στα ελληνικά - φθάνω, φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • pristanišče στα ελληνικά - φυγαδεύω, φωλιάζω, αριστερός, λιμάνι, λιμένα, θύρα, θύρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Pripustit στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, αφήνω, να, για, σε, με, για να