Επιτρέπω στα σλοβενικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripustit, dovoliti, omogočajo, omogočilo, omogoči, dovolijo, dovoli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, επιτρέπω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα σλοβενικά - pokárat, kárat, Grditi
- επιτομή στα σλοβενικά - utelešenje, sinonim, epitome, Ovaploćenje, izleček
- επιτρεπτός στα σλοβενικά - dovoljeni, dovoljena, dopustna, dovoljen, dopustno
- επιτροπή στα σλοβενικά - komise, tribunál, odbor, odbor je, odbor za, odbora
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: pripustit, dovoliti, omogočajo, omogočilo, omogoči, dovolijo, dovoli
Μεταφράσεις: pripustit, dovoliti, omogočajo, omogočilo, omogoči, dovolijo, dovoli