Åka στα ελληνικά

Μετάφραση: åka, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Åka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • åhöra στα ελληνικά - ακούω, παραβρίσκομαι, παρακολουθώ, ακροατής, ακροατή, ακρόασης, ακροατές
  • åhörare στα ελληνικά - ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
  • åkalla στα ελληνικά - επικαλούμαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
  • åkdon στα ελληνικά - καροτσάκια, άμαξες, βαγόνια, φορεία, βαγονιών
Τυχαίες λέξεις
Åka στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε