Åker στα ελληνικά
Μετάφραση: åker, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τομέας, χωράφι, πεδίο, πηγαίνω, πάω, Πηγαίνετε, Μετάβαση, Go
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- åkalla στα ελληνικά - επικαλούμαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
- åkdon στα ελληνικά - καροτσάκια, άμαξες, βαγόνια, φορεία, βαγονιών
- åkerbruk στα ελληνικά - γεωργία, Γεωργίας, της γεωργίας, η γεωργία, τη γεωργία
- åkomma στα ελληνικά - αρρώστια, τρυφερότητα, στοργή, θλίψη, προσβολής, κατάθλιψη, affliction, ...
Τυχαίες λέξεις
Åker στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τομέας, χωράφι, πεδίο, πηγαίνω, πάω, Πηγαίνετε, Μετάβαση, Go
Μεταφράσεις: τομέας, χωράφι, πεδίο, πηγαίνω, πάω, Πηγαίνετε, Μετάβαση, Go