Årligen στα ελληνικά
Μετάφραση: årligen, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετήσια, ετήσιος, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- århundrade στα ελληνικά - εκατονταετηρίδα, αιώνας, αιώνα, αι
- årlig στα ελληνικά - ετήσια, ετήσιος, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
- årsbok στα ελληνικά - καζαμίας, ετήσιο ημερολόγιο, Επετηρίδα, Yearbook, επετηρίδα της, Επετηρίδας
- årsdag στα ελληνικά - επέτειος, επέτειο, επετείου, χρόνια, επέτειό
Τυχαίες λέξεις
Årligen στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετήσια, ετήσιος, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Μεταφράσεις: ετήσια, ετήσιος, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση