Ås στα ελληνικά
Μετάφραση: ås, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψοφίμι, κουφάρι, AS, ΩΣ, ΟΠΩΣ, ως, ΤΑ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arv στα ελληνικά - κληρονομιά, κληρονομία, κληρονομιάς, κληρονομίας, κληρονομικότητα
- arvinge στα ελληνικά - κληρονόμος, κληρονόμου, κληρονόμο, Heir, Διάδοχο
- asbest στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, Ο αμίαντος, Αμιάντου, τον αμίαντο
- asfalt στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
Τυχαίες λέξεις
Ås στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψοφίμι, κουφάρι, AS, ΩΣ, ΟΠΩΣ, ως, ΤΑ
Μεταφράσεις: ψοφίμι, κουφάρι, AS, ΩΣ, ΟΠΩΣ, ως, ΤΑ