Allmän στα ελληνικά
Μετάφραση: allmän, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποδιά, συνολικός, συνηθισμένος, γενικός, κοινός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allmakt στα ελληνικά - παντοδυναμία, παντοδυναμίας, την παντοδυναμία, της παντοδυναμίας, παντοδυναμία του
- allmosa στα ελληνικά - Zakah
- allsidig στα ελληνικά - ολόκληρος, γύρος, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
- allsmäktig στα ελληνικά - παντοκράτορας, παντοδύναμος, πανίσχυρη, Παντοδύναμο, πανίσχυρου, ο Παντοδύναμος
Τυχαίες λέξεις
Allmän στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποδιά, συνολικός, συνηθισμένος, γενικός, κοινός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Μεταφράσεις: ποδιά, συνολικός, συνηθισμένος, γενικός, κοινός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές