Angelägenhet στα ελληνικά

Μετάφραση: angelägenhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, υπόθεση, δεσμός, πράγμα, θέμα, νοιάζομαι, ζήτημα, θέματος, ύλης
Angelägenhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anförvant στα ελληνικά - συγγενής
  • angelägen στα ελληνικά - άμεσος, επείγων, έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη
  • angenäm στα ελληνικά - ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ευχάριστα
  • angivare στα ελληνικά - καταδότης, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
Τυχαίες λέξεις
Angelägenhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, υπόθεση, δεσμός, πράγμα, θέμα, νοιάζομαι, ζήτημα, θέματος, ύλης