Ansträngning στα ελληνικά
Μετάφραση: ansträngning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, στραμπουλίζω, προσπάθεια, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anstalt στα ελληνικά - διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, θεσμός, ίδρυμα, εγκατάσταση, ...
- anstränga στα ελληνικά - τεντώνω, διηθώ, ζόρι, στραμπουλίζω, προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, ...
- anställd στα ελληνικά - υπάλληλος, Εργαζομένων, σε εργαζομένους, Εργαζόμενος, Υπαλλήλου
- anställning στα ελληνικά - εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Τυχαίες λέξεις
Ansträngning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, στραμπουλίζω, προσπάθεια, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Μεταφράσεις: τεντώνω, στραμπουλίζω, προσπάθεια, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους