Avhandling στα ελληνικά

Μετάφραση: avhandling, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματεία, διατριβή, Εργασία, θέση, Thesis, διατριβής
Avhandling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avgörande στα ελληνικά - κυρίαρχος, απόφαση, κυβερνών, κυβερνώντος, αποφανθεί
  • avhandla στα ελληνικά - συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε
  • avhjälpa στα ελληνικά - αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή
  • avhysa στα ελληνικά - κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση
Τυχαίες λέξεις
Avhandling στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματεία, διατριβή, Εργασία, θέση, Thesis, διατριβής