Barn στα ελληνικά

Μετάφραση: barn, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιδί, πιτσιρίκος, μωρό, κατσικάκι, νεαρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Barn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barmhärtig στα ελληνικά - φιλάνθρωπος, εύσπλαχνος, οικτίρμων, Ελεήμων, φιλεύσπλαχνος, Ελεήμονος
  • barmhärtighet στα ελληνικά - ψυχικό, έλεος, Ελέους, Mercy, Έλεός, το Έλεός
  • barnbarn στα ελληνικά - εγγόνια, τα εγγόνια, εγγονιών, εγγονών, των εγγονιών
  • barndom στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
Τυχαίες λέξεις
Barn στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιδί, πιτσιρίκος, μωρό, κατσικάκι, νεαρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού